- ἐργατοκυλίνδριος
- ἐργᾰτοκῠλίνδριος τόπος placeA for a windlass (cf. ἐργάτης v), Bito 55.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εργατοκυλίνδριος — ἐργατοκυλίνδριος, ὁ (Α) ναυτικό μηχάνημα για την ανέλκυση τής άγκυρας … Dictionary of Greek